- ἄστυδ'
- ἄστυδε , ἄστυδεintoindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρέον — (I) οντος, τὸ, Α είδος ποτηριού, το ῥυτόν* («ῥέοντα δώδεχ ὧν τὰ μὲν δέκ ἀργυρᾱ ἦν», Αστυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ῥυτόν* < ρ. ῥέω]. (II) τὸ, ΜΑ βλ. ρήο … Dictionary of Greek
σκευασία — η, ΝΑ [σκευάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκευάζω, παρασκευή, ετοιμασία 2. σύνθεμα φαρμάκων ή άλλων ουσιών, σκεύασμα, παρασκεύασμα («τὰς τῶν φαρμάκων σκευασίας καὶ ριζῶν δυνάμεις», Διόδ.) νεοελλ. συσκευασία αρχ. 1. παρασκευή φαγητού… … Dictionary of Greek